- ἐλαιόβροχος
- ἐλαιό-βροχος, ον,A soaked in oil, Clearch.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαιοβρόχους — ἐλαιόβροχος soaked in oil masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοβρόχων — ἐλαιόβροχος soaked in oil masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαιοβρεχής — ές και ελαιοβραχής, ές και ελαιόβροχος, η, ο (AM ἐλαιοβρεχής, ές και ἐλαιοβραχής, ές και ἐλαιόβροχος, ον) ο βρεγμένος, διάβροχος με λάδι, ο μουσκεμένος στο λάδι … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek